Εὐχαρίστους

Εὐχαρίστους
Εὐχάριστος
agreeable
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐχαρίστους — εὐχάριστος agreeable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεφυρόπνευστος — ζεφυρόπνευστος, η, ον (Μ) (για μουσικό όργανο) αυτός που αποδίδει ελαφρούς, ευχάριστους ήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος, πυρί πνευστος] …   Dictionary of Greek

  • ηδυλίζω — ἡδυλίζω (Α) [ηδύλος] 1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαι συνουσιάσαι» …   Dictionary of Greek

  • κήλησις — κήλησις, ἡ (Α) [κηλώ] 1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.) 2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • Νταβίντ, Ζακ-Λουί — (Jacques LouisDavid, Παρίσι 1748 – Βρυξέλλες 1825). Γάλλος ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού. Οι επιδράσεις από την τέχνη του πρώτου του δάσκαλου, του Φρανσουά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”